- ευθύς
- -εία, -ύ (ΑΜ εὐθύς, -εῑα, -ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς)1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.)2. (με ηθ. έννοια) δίκαιος, έντιμος, ειλικρινής3. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐθεῑαα) (ενν. οδός) ίσιος δρόμος («παρεξέκλινα μικρὸν ἐκ τῆς εὐθείας», Πρόδρ.)β) (ενν. γραμμή) ίσια γραμμή («ἐπ' εὐθείας εἶναι», Αρχιμ.)νεοελλ.φρ. «κατ' ευθείαν» και απλοπ. τ. «κατευθείαν» ως επίρρ.α) (για πορεία ή πλου) χωρίς ενδιάμεση στάθμευσηβ) (για ενέργεια ή λόγο) αμέσως, χωρίς περιστροφέςγ) χωρίς παρέκκλιση, χωρίς παράκαμψημσν.φρ. «κατ᾿ εὐθεῑαν» — με άμεσο συλλογισμόαρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐθεῑα (ενν. πτῶσις)η ονομαστική πτώση2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθύα) η ονομαστική πτώσηβ) η κατευθείαν διεύθυνση («κατ᾿ εὐθύ», «εἰς τὸ εὐθύ»)γ) η πορεία σε ευθεία οδόδ) η ευθύτητα τού χαρακτήρα3. φρ. α) «ἐπ' εὐθείας εἶμαι» — βρίσκομαι σε ευθεία γραμμήβ) «ἐξ εὐθείας παρέχω» — επιδρώ αμέσωςγ) «κατὰ τὸ εὐθὺ ἵσταμαι» — στέκομαι όρθιοςδ) «κατ' εὐθύ» — σε ισόπεδο έδαφοςε) «τοῡ εὐθέος πλήρης» — έχοντας κουραστεί να πορεύεται την ευθεία οδόστ) «ἀπὸ τοῡ εὐθέος λέγω» — μιλώ με παρρησίαζ) «ἐκ τοῡ εὐθέος ὑπουργῶ» — φανερά, χωρίς επιφύλαξη προσφέρω υπηρεσίες. Επίρρ. Ι. ευθέως (ΑΜ εὐθέως)1. αμέσως, ταχέως («εὐθίως δ' ἐγὼ κατ' ἴχνος ᾄσσω», Σοφ.)2. κατευθείαν, ολόισιαII. ευθύς και ευτύς (ΑΜ εὐθύς, Μ και εὐτύς)1. (χρονικό) αμέσως, χωρίς αναβολή2. (με το ως) ευθύς ωςαμέσως μόλιςμσν.κατωτέρω, εφεξήςαρχ.1. (σε συνδυασμό με επιρρηματικές λέξεις) για δήλωση τής άμεσης χρονικής ακολουθίας («εὐθὺς ἔτι βρέφος», Ευρ.)2. (σπάν. τοπικό) κατευθείαν («τὴν δ' εὐθὺς Ἄργους κἀπιδαυρίας ὁδόν» — την οδό που οδηγεί κατευθείαν στο Άργος, Ευρ.)3. (τροπικό) απλώς4. παραδείγματος χάριν, για παράδειγμα («ὥσπερ ζῶον εὐθύς», Αριστοτ.)III. εὐθύ (ΑΜ)1. (τοπικό) σε ευθεία γραμμή, κατευθείαν («εὐθὺ πρὸς τὰ νυφικὰ λέχη», Σοφ.)2. απέναντι ακριβώς3. απλώς4. (χρονικό) αμέσως, στη στιγμή («εὐθὺ τοῡτο κατάδηλον ἐγένετο», Τζέτζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δεν έχει αντίστοιχους τ. σε άλλες ΙΕ γλώσσες και πιθ. αποτελεί προϊόν συμφυρμού τού τ. είθαρ («αμέσως, ευθέως») με τον ομηρ. -ιων. τ. ιθύς («ευθύς»). Ήτοι το ευ- τού τ. ευθύς φαίνεται πως προέκυψε από συμφυρμό τού ει- τού είθαρ προς το -υ- τού ιθύς. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο τ. δημιουργήθηκε από το ιθύς με την επίδραση τού επιρρ. εν.ΠΑΡ. ευθέως, ευθύνω, ευθύτηςαρχ.ευθυντόςμσν.εύθειοςμσν.- νεοελλ.ευθειάζωνεοελλ.ευθειακός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. λ. ευθυ-. (Β' συνθετικό) αρχ. μεσευθύς].
Dictionary of Greek. 2013.